σχαλίδα

σχαλίδα
η / σχαλίς, -ίδος, ΝΑ
νεοελλ.
είδος μονοσκελούς σκάλας η οποία αντί για σκαλοπάτια έχει μικρούς πασσάλους
αρχ.
διχαλωτό επίμηκες τεμάχιο ξύλου που χρησιμοποιούσαν ως υποστήριγμα για τα δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., ο οποίος εμφανίζει επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. δοκ-ίς, σαν-ίς, σκαλ-ίς). Κατά μία άποψη, η λ. σχαλίς έχει προέλθει από τον τ. σκαλίς (< σκάλλω) είτε με δάσυνση τού -κ- (πιθανή για λ. τού καθημερινού λεξιλογίου) είτε κατ' επίδραση τού ρ. σχάζω. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, η λ. προήλθε από τον αόρ. β' -σχ-ον τοὺ ἔχω με τρόπο σχηματισμού ανάλογο με εκείνον τού ρ. ἀσχαλῶ (βλ. λ. ἀσχάλλω) και έχει αρχική σημ. «αυτός που κρατάει, που στηρίζει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σχαλίδωμα — ώματος, τὸ, Α διχαλωτό τεμάχιο ξύλου που χρησιμοποιούσαν ως υποστήριγμα, η σχαλίδα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επεκταμένος τ. < σχαλίς, ίδος + κατάλ. ωμα (πρβλ. πέπλ ωμα: πέπλος, πλεύρ ωμα: πλευρά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”